- αποθέωση
- Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως βασιλιάδες, ηγεμόνες, ήρωες κ.ά. Τυπική χώρα της α. ήταν η Αίγυπτος, όπου οι φαραώ παρουσιάζονταν ως ενσαρκώσεις της λατρευόμενης θεότητας. Και στην ελληνική αρχαιότητα ήταν γνωστή η α. Οι Σπαρτιάτες είχαν αποδώσει θείες τιμές στον Λύσανδρο μετά τη νίκη στους Αιγός Ποταμούς και είχαν ανεγείρει βωμούς όπου του προσέφεραν θυσίες. Ο Μέγας Αλέξανδρος επεδίωξε στην Αίγυπτο τη δική του α., για να εμφανιστεί ως διάδοχος των φαραώ. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες· στην εποχή τους μάλιστα θεοποιούσαν και γυναίκες: ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος είχε επιβάλει τη λατρεία της αδελφής και συζύγου του Αρσινόης, με την οποία είχε συνδυάσει και το πρόσωπό του σε ένα ζεύγος θεών (θεοί αδελφοί). Στη Ρώμη, o Ιούλιος Καίσαρας είχε θεοποιηθεί και η σύγκλητος είχε καθιερώσει την επίσημη λατρεία του (Divus Julius). O Αύγουστος, που είχε επιτρέψει να λατρεύεται ως θεός μόνο στις ανατολικές επαρχίες του κράτους, είχε και ναό στον Παλατίνο λόφο, καθώς και ιδιαίτερους ιερείς (sodales Augustales). Μετά τον Αύγουστο, όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες λατρεύονταν ως θεοί (divi). Η τελετή της α. των νεκρών αυτοκρατόρων γινόταν με καύση του λειψάνου τους πάνω σε φωτιά, μέσα από την οποία άφηναν να πετάξει ένας αετός, σύμβολο της ψυχής του αυτοκράτορα που ανέβαινε στους ουρανούς· γι’ αυτό o αετός εικονίζεται συχνά σε ρωμαϊκά ταφικά μνημεία.
Στην τρέχουσα γλώσσα, η λέξη α. μεταφορικά σημαίνει και τον εξαιρετικά λαμπρό πανηγυρισμό ενός προσώπου ή ενός γεγονότος, ενώ στο θέατρο α. ονόμαζαν, τον 19o αι., την τελευταία σκηνή θεαματικών έργων, οπότε όλος ο θίασος εμφανιζόταν στη σκηνή με φανταχτερά κοστούμια και μέσα σε ένα πλούσιο και εντυπωσιακό σκηνικό διάκοσμο. Mε αυτή την έννοια, η λέξη α. χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα και στο θέατρο σκιών (Καραγκιόζης) για την εντυπωσιακή σκηνή με την οποία τελειώνουν τα ηρωικά έργα, όπωςo Αθανάσιος Διάκος κ.ά.
Αποθέωση του Αντωνίνου του Ευσεβούς και της συζύγου του Φαυστίνας: το αυτοκρατορικό ζεύγος ανεβαίνει στον ουρανό επάνω στα φτερά ενός αγγέλου. Η καθισμένη γυναίκα συμβολίζει τη Ρώμη και ο νέος το Πεδίον του Αρεως. Ανάγλυφο από τη βάση του Αντωνιανού Κίονος του 161 π.Χ. (φωτ. Idga).
* * *η (Α ἀποθέωσις) [αποθεώ]η θεοποίηση κάποιουνεοελλ.1. η απόδοση θεϊκών τιμών σε κάποιον2. οι θερμές εκδηλώσεις για την υποδοχή κάποιου3. το αποκορύφωμα μιας εξελισσόμενης κατάστασης4. η τελευταία εικόνα δραματικού έργου (καραγκιόζη κ.ά.), όπου εμφανίζονται θεοί, άγγελοι κ.λπ.5. φρ. «είναι αποθέωση» (συνήθως ειρωνικά)είναι κάτι θαυμάσιο.
Dictionary of Greek. 2013.